- φλυάρημα
- φλυάρημαnonsenseneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλυάρημα — ήματος, τὸ, Α [φλυαρῶ] ανόητος λόγος, φλυαρία … Dictionary of Greek
φλυαρημάτων — φλυάρημα nonsense neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυαρήμασι — φλυάρημα nonsense neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυαρήματα — φλυάρημα nonsense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)